- υπόστερνος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το στέρνο, κάτω από τον θώρακα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόστερνον- «ὑπογάστριον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. πρό-στερνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόστερνον — ὑπόστερνος under the breast masc/fem acc sg ὑπόστερνος under the breast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)